- θαρραλέος
- -α, -ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, -α, -ον)άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.)αρχ.1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος («ἐλπίδες θαρσαλέαι», Αισχύλ.)2. παράτολμος, θρασύς («θαρσαλέος και ἀναιδής», Ομ. Οδ.)3. το ουδ. ως ουσ. τό θαρραλέον και θαρσαλέονα) η πεποίθηση, το θάρρος, η τόλμηβ) καθετί που μπορεί να τολμήσει κάποιος με θάρρος («οἱ μὲν δειλοὶ ἐπὶ τὰ θαρραλέα ἔρχονται, οἱ δὲ ἀνδρεῖοι ἐπὶ τὰ δεινά», Πλάτ.).επίρρ...θαρραλέως και -α (AM θαρραλέως)με πολύ θάρρος, άφοβααρχ.1. με θρασύτητα, με αναίδεια («ψευδῆ λέγειν θαρραλέως», Ισοκρ.)2. φρ. «θαρραλέως ἔχω» — έχω θάρρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. τού θαρσαλέος*].
Dictionary of Greek. 2013.